- καταβδελύσσομαι
- κατα-βδελύσσομαι, ganz verabscheuen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καταβδελύσσομαι — (Α) (επιτ. τού βδελύσσομαι) απεχθάνομαι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βδελύσσομαι «απεχθάνομαι, σιχαίνομαι»] … Dictionary of Greek